- βουργάρικος
- η , ο см. βουλγαρικός;
§ βουργάρικο κεφάλι — упрямая голова, упрямец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ βουργάρικο κεφάλι — упрямая голова, упрямец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλγαρικός — ή, ό και βουλγάρικος και βουργάρικος, η, ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους Βουλγάρους ή στη Βουλγαρία είτε που προέρχεται από τη Βουλγαρία 2. το θηλ. ως ουσ. η Βουλγαρική η γλώσσα των Βουλγάρων 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Βουλγαρικά η… … Dictionary of Greek